παράσειρος

παράσειρος
παράσειρος, ον, ([etym.] σειρά)
A tied or fastened alongside, π. ἵππος a horse harnessed alongside of the regular pair, = σειραφόρος, Poll.1.141, Them.Or.4.50a : metaph., associate, E.Or.1017 (lyr.).
II generally, at the side, X. Cyn.5.23, Ael.NA15.10 ; παράσειρα, τά, parts on each side of the tongue, Ruf. Onom.57, Poll.2.107, cf. περισείρια ; δύο [πλευραὶ] π. two lowest of the true ribs, ib. 182.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράσειρος — tied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσειρος — η, ο / παράσειρος, ον, ΝΑ (για άλογα) αυτός που δεν είναι ζευγμένος αλλά δεμένος στα πλάγια τού κανονικού ζεύγους αλόγων που σύρουν το όχημα, αλλ. σειραφόρος αρχ. 1. παράπλευρος, αυτός που βρίσκεται στο πλευρό κάποιου 2. μτφ. σύντροφος 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • παράσειρον — παράσειρος tied masc/fem acc sg παράσειρος tied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασείρους — παράσειρος tied masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασείρων — παράσειρος tied masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασείρῳ — παράσειρος tied masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσειρα — παράσειρος tied neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσειροι — παράσειρος tied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδόσυνος — κηδόσυνος, ον (Α) αυτός που φροντίζει για κάποιον, ανήσυχος, ανυπόμονος, πρόθυμος για κάποιον («πόδι κηδοσύνῳ παράσειρος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆδος + επίθημα όσυνος (πρβλ. δουλ όσυνος, χαρμ όσυνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”